Η Κετογονική Δίαιτα μπορεί να θεραπεύσει παιδιά με επιληψία που είναι ανθεκτική σε φαρμακευτική αγωγή.
Από το 1921, όταν ο R.M.Wilder στην Mayo Clinic πρότεινε για την θεραπεία της επιληψίας μια δίαιτα η οποία μπορούσε να μιμηθεί τις βιοχημικές αλλαγές που συμβαίνουν στη νηστεία (οξέωση, αφυδάτωση, κέτωση) έως σήμερα, πάνω από 200 τεκμηριωμένες μελέτες έχουν διεξαχθεί, προκειμένου να αναδείξουν τα πιθανά οφέλη της κετογονικής δίαιτας σε καταστάσεις 'δυσίατης' επιληψίας σε παιδιά.
Βασική ένδειξη για την εφαρμογή κετογονικής δίαιτας, είναι η παρουσία επιληπτικών κρίσεων, οι οποίες είναι δύσκολο να περιοριστούν ακόμα και με συνδυαστική φαρμακευτική αγωγή.
Η αναλογία λίπους προς πρωτεΐνη και υδατάνθρακα σε μια κετογονική δίαιτα που προτείνεται για την αντιμετώπιση επιληπτικών κρίσεων, κυμαίνεται από 2:1 έως 4:1 (Τα τελευταία χρόνια στη διάθεση του κλινικού διαιτολόγου υπάρχουν προϊόντα κλινικής διατροφής για αποκλειστική σίτιση, που προσφέρουν αναλογία 4:1. Η επιμελής αξιοποίηση τέτοιων σκευασμάτων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο στα χέρια του ειδικού).
Συνηθισμένη 'φόρμουλα' έναρξης για τα μικρά παιδιά, που έχουν αυξημένες πρωτεϊνικές απαιτήσεις, είναι συνήθως η αναλογία 3:1 (3 γραμμάρια λίπους για κάθε γραμμάριο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης μαζί), με βλέψεις για μετέπειτα εφαρμογή δίαιτας με αναλογία 4:1 .
Τα γεύματα δίνονται σε 3 δόσεις ημερησίως, ενώ ο ακριβής προσδιορισμός τόσο των θερμιδογόνων συστατικών, όσο και των μη θερμιδογόνων, εξαρτάται από το φύλο και την ηλικία του ατόμου και αποτελεί δύσκολο έργο για τον επιστήμονα διαιτολόγο, που καλείται να συντάξει ένα πρόγραμμα διατροφής, με συνδυασμούς συχνά 'παράδοξους' ως προς τις διαμορφωμένες ή μη, γευστικές συνήθειες του παιδιού.
Ας σημειωθεί πως αν και η χαμηλότερη ενεργειακή πρόσληψη από τις πραγματικές ανάγκες (δηλαδή κοντά στο 75% των ενεργειακών απαιτήσεων για την εκάστοτε ηλικία) όπως και ο προσεκτικός περιορισμός των υγρών (έως το 80% των αναγκών), βελτιώνουν ελαφρώς την κέτωση, τα στοιχεία που προκύπτουν από επιστημονικές μελέτες οι οποίες διερευνούν τη μείωση της έντασης και της συχνότητας των επιληπτικών κρίσεων, δεν συνηγορούν στην εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών, μια και τα πραγματικά οφέλη είναι ελάχιστα.
Διάφορα σχήματα κετογονικής δίαιτας έχουν κατά καιρούς προταθεί, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης του αποδοτικότερου και πιο εύκολα εφαρμόσιμου μοντέλου. Από τα πιο γνωστά είναι του John Hopkins Hospital, η δίαιτα John Radcliffe και η δίαιτα Great Ormond Street. Στις δυο τελευταίες χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά σκευάσματα με τριγλυκερίδια μέσης αλύσου (MCT) τα οποία κατέχουν εντονότερη κετογονική επίδραση από τα μακρύτερης αλύσου λιπαρά οξέα. Ακριβώς αυτή η πιο έντονη επίδραση των MCT, επιτρέπει στον κλινικό διαιτολόγο τη μικρότερη χρήση λίπους στη σύνταξη της δίαιτας, προς όφελος της πρωτεΐνης και ενίοτε των υδατανθράκων.
Η έναρξη, όπως και η διακοπή (σε περιπτώσεις στις οποίες δεν παρατηρείται αξιόλογη βελτίωση των κρίσεων) της κετογονικής δίαιτας, πρέπει να γίνεται σταδιακά ακολουθώντας συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Η μακρόχρονη εφαρμογή κετογονικής δίαιτας στην επιληψία, απαιτεί την άρτια εκπαίδευση του ασθενούς ή/και του οικογενειακού του περιβάλλοντος και βέβαια τη συνεχή εκτίμηση, από μέρους του ιατρού και του κλινικού διαιτολόγου, συγκεκριμένων βιοχημικών εξετάσεων και μετρήσεων των επιπέδων των κετονών στο αίμα και τα ούρα, ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο για εμφάνιση παρενεργειών.
Ανάμεσα στις συνηθέστερες παρενέργειες της μακράς εφαρμογής κετογονικής δίαιτας (που όμως με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί σε σημαντικό βαθμό να αποφευχθούν) είναι η οξέωση, η ναυτία, η απώλεια βάρους, η υπερλιπιδαιμία και οι γαστρεντερικές διαταραχές.
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της κετογονικής δίαιτας στη μείωση των κρίσεων επιληψίας δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, παραταύτα τα κετονικά σώματα (ακετοξικό οξύ, β-υδροξυβουτυρικό οξύ και ακετόνη), τα οποία δημιουργούνται στο ήπαρ από τον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων υπό συνθήκες μειωμένης γλυκόζης ορού, φαίνεται να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της αποτελεσματικότητας της δίαιτας. Μετα-αναλύσεις και μεγάλες προοπτικές (πολυκεντρικές και μη) μελέτες, αποδεικνύουν τη σαφή ευεργετική επίδραση της κετογονικής δίαιτας στη συχνότητα και την ένταση των επιληπτικών κρίσεων, τονίζεται όμως πως αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντα υπό την καθοδήγηση του επιστήμονα κλινικού διαιτολόγου.
Τέλος, να σημειωθεί πως πέρα από τη μη ανταποκρινόμενη στη φαρμακευτική αγωγή επιληψία, η κετογονική δίαιτα αποτελεί πρώτη γραμμή θεραπείας για τα παιδιά με έλλειψη γλυκομεταφορέων διευκολυνόμενης διάχυσης (GLUT-1), όπως και έλλειψη πυρουβικής δϊυδρογονάσης, καταστάσεις όπου η αξιοποίηση πηγών ενέργειας πέραν της γλυκόζης, για τον εγκεφαλικό μεταβολισμό, μπορεί να προφυλάξει από την εμφάνιση κρίσεων.
Από το 1921, όταν ο R.M.Wilder στην Mayo Clinic πρότεινε για την θεραπεία της επιληψίας μια δίαιτα η οποία μπορούσε να μιμηθεί τις βιοχημικές αλλαγές που συμβαίνουν στη νηστεία (οξέωση, αφυδάτωση, κέτωση) έως σήμερα, πάνω από 200 τεκμηριωμένες μελέτες έχουν διεξαχθεί, προκειμένου να αναδείξουν τα πιθανά οφέλη της κετογονικής δίαιτας σε καταστάσεις 'δυσίατης' επιληψίας σε παιδιά.
Βασική ένδειξη για την εφαρμογή κετογονικής δίαιτας, είναι η παρουσία επιληπτικών κρίσεων, οι οποίες είναι δύσκολο να περιοριστούν ακόμα και με συνδυαστική φαρμακευτική αγωγή.
Η αναλογία λίπους προς πρωτεΐνη και υδατάνθρακα σε μια κετογονική δίαιτα που προτείνεται για την αντιμετώπιση επιληπτικών κρίσεων, κυμαίνεται από 2:1 έως 4:1 (Τα τελευταία χρόνια στη διάθεση του κλινικού διαιτολόγου υπάρχουν προϊόντα κλινικής διατροφής για αποκλειστική σίτιση, που προσφέρουν αναλογία 4:1. Η επιμελής αξιοποίηση τέτοιων σκευασμάτων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο στα χέρια του ειδικού).
Συνηθισμένη 'φόρμουλα' έναρξης για τα μικρά παιδιά, που έχουν αυξημένες πρωτεϊνικές απαιτήσεις, είναι συνήθως η αναλογία 3:1 (3 γραμμάρια λίπους για κάθε γραμμάριο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης μαζί), με βλέψεις για μετέπειτα εφαρμογή δίαιτας με αναλογία 4:1 .
Τα γεύματα δίνονται σε 3 δόσεις ημερησίως, ενώ ο ακριβής προσδιορισμός τόσο των θερμιδογόνων συστατικών, όσο και των μη θερμιδογόνων, εξαρτάται από το φύλο και την ηλικία του ατόμου και αποτελεί δύσκολο έργο για τον επιστήμονα διαιτολόγο, που καλείται να συντάξει ένα πρόγραμμα διατροφής, με συνδυασμούς συχνά 'παράδοξους' ως προς τις διαμορφωμένες ή μη, γευστικές συνήθειες του παιδιού.
Ας σημειωθεί πως αν και η χαμηλότερη ενεργειακή πρόσληψη από τις πραγματικές ανάγκες (δηλαδή κοντά στο 75% των ενεργειακών απαιτήσεων για την εκάστοτε ηλικία) όπως και ο προσεκτικός περιορισμός των υγρών (έως το 80% των αναγκών), βελτιώνουν ελαφρώς την κέτωση, τα στοιχεία που προκύπτουν από επιστημονικές μελέτες οι οποίες διερευνούν τη μείωση της έντασης και της συχνότητας των επιληπτικών κρίσεων, δεν συνηγορούν στην εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών, μια και τα πραγματικά οφέλη είναι ελάχιστα.
Διάφορα σχήματα κετογονικής δίαιτας έχουν κατά καιρούς προταθεί, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης του αποδοτικότερου και πιο εύκολα εφαρμόσιμου μοντέλου. Από τα πιο γνωστά είναι του John Hopkins Hospital, η δίαιτα John Radcliffe και η δίαιτα Great Ormond Street. Στις δυο τελευταίες χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά σκευάσματα με τριγλυκερίδια μέσης αλύσου (MCT) τα οποία κατέχουν εντονότερη κετογονική επίδραση από τα μακρύτερης αλύσου λιπαρά οξέα. Ακριβώς αυτή η πιο έντονη επίδραση των MCT, επιτρέπει στον κλινικό διαιτολόγο τη μικρότερη χρήση λίπους στη σύνταξη της δίαιτας, προς όφελος της πρωτεΐνης και ενίοτε των υδατανθράκων.
Η έναρξη, όπως και η διακοπή (σε περιπτώσεις στις οποίες δεν παρατηρείται αξιόλογη βελτίωση των κρίσεων) της κετογονικής δίαιτας, πρέπει να γίνεται σταδιακά ακολουθώντας συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Η μακρόχρονη εφαρμογή κετογονικής δίαιτας στην επιληψία, απαιτεί την άρτια εκπαίδευση του ασθενούς ή/και του οικογενειακού του περιβάλλοντος και βέβαια τη συνεχή εκτίμηση, από μέρους του ιατρού και του κλινικού διαιτολόγου, συγκεκριμένων βιοχημικών εξετάσεων και μετρήσεων των επιπέδων των κετονών στο αίμα και τα ούρα, ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο για εμφάνιση παρενεργειών.
Ανάμεσα στις συνηθέστερες παρενέργειες της μακράς εφαρμογής κετογονικής δίαιτας (που όμως με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί σε σημαντικό βαθμό να αποφευχθούν) είναι η οξέωση, η ναυτία, η απώλεια βάρους, η υπερλιπιδαιμία και οι γαστρεντερικές διαταραχές.
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της κετογονικής δίαιτας στη μείωση των κρίσεων επιληψίας δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, παραταύτα τα κετονικά σώματα (ακετοξικό οξύ, β-υδροξυβουτυρικό οξύ και ακετόνη), τα οποία δημιουργούνται στο ήπαρ από τον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων υπό συνθήκες μειωμένης γλυκόζης ορού, φαίνεται να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της αποτελεσματικότητας της δίαιτας. Μετα-αναλύσεις και μεγάλες προοπτικές (πολυκεντρικές και μη) μελέτες, αποδεικνύουν τη σαφή ευεργετική επίδραση της κετογονικής δίαιτας στη συχνότητα και την ένταση των επιληπτικών κρίσεων, τονίζεται όμως πως αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντα υπό την καθοδήγηση του επιστήμονα κλινικού διαιτολόγου.
Τέλος, να σημειωθεί πως πέρα από τη μη ανταποκρινόμενη στη φαρμακευτική αγωγή επιληψία, η κετογονική δίαιτα αποτελεί πρώτη γραμμή θεραπείας για τα παιδιά με έλλειψη γλυκομεταφορέων διευκολυνόμενης διάχυσης (GLUT-1), όπως και έλλειψη πυρουβικής δϊυδρογονάσης, καταστάσεις όπου η αξιοποίηση πηγών ενέργειας πέραν της γλυκόζης, για τον εγκεφαλικό μεταβολισμό, μπορεί να προφυλάξει από την εμφάνιση κρίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου