Η μαγνητική τομογραφία (MRI), γνωστή και ως πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός, είναι μια διαδικασία που παρέχει απεικονίσεις υψηλής ευκρίνειας του εσωτερικού του σώματος.
Παρακάτω παρατίθενται απεικονίσεις τυπικών εστιών ΣΚΠ στο στέλεχος του εγκεφάλου ή γύρω από τις κοιλίες του εγκεφάλου. Βλ. σχετική εικόνα.
‘Φωτογραφία’ του εγκεφάλου
Η MRI είναι ειδικά κατάλληλη για την απεικόνιση δομών μαλακού ιστού όπως ο εγκέφαλος ή ο νωτιαίος μυελός. Η MRI δεν χρησιμοποιεί ακτίνες X αλλά καταμετρά τη συμπεριφορά του ιστού σε ισχυρό μαγνητικό πεδίο. Οι μετρήσεις τροφοδοτούνται σε υπολογιστή, που τις μετατρέπει σε απεικονίσεις ή τομές. Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να εντοπιστούν πλάκες στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ παρέχονται και πληροφορίες για τη θέση και το μέγεθος τους.
Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας μαγνητικής τομογραφίας;
Κατά την εξέταση MRI, ο ασθενής ξαπλώνει σε ύπτια θέση σε ειδική κλίνη, η οποία εισέρχεται σε ένα στενό τούνελ εξέτασης με εξαιρετικά υψηλά μαγνητικά πεδία. Η διαδικασία είναι θορυβώδης αλλά ανώδυνη και ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί να μείνει ακίνητος μέχρι και μιάμιση ώρα. Η επαφή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας με το προσωπικό πραγματοποιείται με μικρόφωνο και ακουστικά. Οι ασθενείς με κλειστοφοβία λαμβάνουν προηγουμένως αγχολυτικά.
Εντοπισμός νέων εστιών
Η διαδικασία αυτή επιτρέπει τον εντοπισμό νέων, ενεργών, φλεγμονωδών εστιών και παλαιών σκληρυμμένων πλακών. Μετά από ενδοφλέβια έγχυση σκιαγραφικού μέσου, π.χ. γαδολίνιο, η διάκριση μεταξύ νέων και παλαιότερων εστιών είναι ευκολότερη.
Σε αργότερο στάδιο της πορείας της νόσου, λόγω της αυξανόμενης βλάβης των νευρικών ινών, οι απεικονίσεις MRI αποκαλύπτουν επίσης ατροφία, όταν ο εγκέφαλος και ο μυελός αρχίζουν να συρρικνώνονται. Λόγω του υψηλού μαγνητικού πεδίου, δεν επιτρέπονται μεταλλικά αντικείμενα στο δωμάτιο εξέτασης ή στον τομογράφο, γιατί υπάρχει κίνδυνος μαγνητισμού. Αυτό ισχύει και για μεταλλικές προθέσεις, π.χ. τεχνητά ισχία, βηματοδότες ή μετεγχειρητικά μεταλλικά άγκιστρα.
Ο εγκέφαλος και ο νωτιαίος μυελός δεν μπορούν να εξεταστούν ταυτόχρονα σε μία περίσταση, άρα πρέπει να καθοριστεί εκ των προτέρων ποια περιοχή είναι πιο σημαντική.
Η MRI συχνά, αν και όχι πάντα, καθιστά δυνατό τον εντοπισμό εστιών που ευθύνονται για ειδικά κλινικά συμπτώματα.
Οι εξετάσεις στην πορεία της νόσου καθιστούν επίσης δυνατό τον εντοπισμό εστιών που δεν έχουν ακόμη προκαλέσει κλινικά συμπτώματα. Από την άλλη όμως, τα κλινικά συμπτώματα που δεν σχετίζονται με απεικονίσιμη εστία της νόσου είναι ελάχιστα.
Οι εξετάσεις MRI δείχνουν ότι οι εστίες της νόσου εντοπίζονται δέκα φορές συχνότερα με τον τρόπο αυτόν, σε σύγκριση με τα κλινικώς παρατηρούμενα επεισόδια.
Δύο διαφορετικοί τύποι Μαγνητικής Τομογραφίας (MRI)
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι MRI:
T1 ακολουθίες στη Μαγνητική Τομογραφία: ταυτοποιούν νέες ενεργές εστίες και σημεία φλεγμονής και
T2 ακολουθίες στη Μαγνητική Τομογραφία: ταυτοποιούν ενεργές ή ανενεργές εστίες και το συνολικό όγκο τους, γνωστό ως “συνολικό φορτίου νόσου”. Οι T2 ακολουθίες υποδεικνύουν τον όγκο του εγκεφαλικού ιστού που έχει προσβληθεί από ΣΚΠ.
Ιδανικά, χρησιμοποιούνται και T1 και T2 ακολουθίες στη Μαγνητική Τομογραφία για μια πιο πλήρη απεικόνιση της δραστηριότητας της νόσου.
Η MRI είναι απλά ένα μέσο για τον εντοπισμό της ΣΚΠ
Η MRI είναι η πιο σημαντική παρακλινική εξέταση που χρησιμοποιείται για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη ΣΚΠ. Παρόλο που η MRI βοηθά τους γιατρούς για μια πρώιμη και πιο ακριβή διάγνωση της ΣΚΠ, είναι αδύνατο να γίνει διάγνωση της ΣΚΠ μόνο από τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας.
Και άλλες νόσοι προκαλούν μεταβολές στην MRI, παρόμοιες με εκείνες της ΣΚΠ. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ακόμη και υγιή άτομα παρουσιάζουν άτυπα αποτελέσματα MRI.
ΠΗΓΗ http://www.ms-network.gr/greece/msnetwork/general/guide_understanding_ms/diagnosing_MS/techniques_to_diagnose_MS/magnetic_resonance_imaging.jsp
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου